- επανθώ
- (Α ἐπανθῶ, -έω)(για ιδιότητα)εμφανίζομαι στην επιφάνεια τού σώματος (ιδίως τού προσώπου) («σεμνή ομορφιά επανθεί στο πρόσωπο τής κόρης»«ἐμοί... ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος», Θεόκρ.)αρχ.1. ανθώ2. (για καθετί που εμφανίζεται πάνω σε κάτι σαν άνθος ή χλόη ή χνούδι) εμφανίζομαι σε μια επιφάνεια («λευκὴν τρίχα ἐπανθοῡσαν περὶ τὰ πρόσωπα», Ξεν.)3. απόλ. εκδηλώνομαι έντονα («τοῡτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῑ», Αριστοφ.)4. στολίζομαι, λαμπρύνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.